- συναρμόζει
- συναρμόζωpres ind mp 2nd sgσυναρμόζωpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισυνθετικός — ἐπισυνθετικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που συναρμόζει, που συναρμολογεί 2. οπαδός τής επισυνθετικής ιατρικής σχολής 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπισυνθετική εκλεκτική ιατρική σχολή … Dictionary of Greek
κεντρωνορράφος — κεντρωνορράφος, ὁ (Α) γλωσσ. αυτός που ράβει, που συναρμόζει κέντρωνες*, δηλ. που κάνει συρραφές από στίχους διαφόρων ποιητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρων + ρράφος (< ράπτω), πρβλ. ιστιο ρράφος, μηχανο ρράφος] … Dictionary of Greek
ρυθμοπλέκτης — και ρυθμοπλέχτης, ο, Ν αυτός που πλέκει, δηλαδή συναρμόζει, ρυθμούς («ω ρυθμοπλέχτες ποιητές, λατρεμένοι δάσκαλοι», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμός + πλέκτης (< πλέκω), πρβλ. συμ πλέκτης] … Dictionary of Greek
συναρμοστής — ο, ΝΜΑ [συναρμόζω] αυτός που συναρμόζει επιμέρους τμήματα σε ένα ενιαίο και αρμονικό σύνολο, συναρμολογητής μσν. μτφ. συμφιλιωτής αντιπάλων αρχ. α) αυτός που συνέταξε και επέβαλε νομοθεσία, νομοθέτης β) βοηθός κυβερνήτη, συγκυβερνήτης … Dictionary of Greek
συναρμοστικός — ή, όν, ΜΑ [συναρμοστής] 1. επιτήδειος ή κατάλληλος να συναρμόζει 2. μτφ. κατάλληλος για τη διοίκηση μιας πολιτείας … Dictionary of Greek
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek
Κρυστάλλης, Κώστας — (Συρράκο, Ήπειρος 1868 – Άρτα 1894). Ποιητής και πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και η μητέρα του κόρη βοσκού. Φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και, ως μαθητής με πατριωτική έξαρση, έστειλε στην Αθήνα το πρωτόλειο επικό ποίημα Σκιαί… … Dictionary of Greek